- πολεμητήριον
- πολεμ-ητήριον, τό,A head-quarters of a general, Plb.4.71.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμητήριον — head quarters of a general neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμητήριον — τὸ, Α τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. οικη τήριον)] … Dictionary of Greek
πολεμητήρια — πολεμητήριον head quarters of a general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)